- ακρόπους
- (-ποδός) ο1) стопа (ноги); 2) см. ακρόβαθρο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρόπους — ἀκρόπους ( οδος), ο (Α) το άκρο τού ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πούς η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ. ΠΑΡ. ἀκροπόδιον] … Dictionary of Greek
ἀκρόπους — extremity of leg masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπόδων — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόποδες — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόποδι — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόποδος — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόποσιν — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόχειρ — ἀκρόχειρ ( χειρος), ο (Α) 1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω 2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ μεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek